- ἀκριβεύομαι
- ἀκριβεύομαι (περί τινος Sext. Emp., Math. 1, 71; pass. PAmh 154, 7 [VI A.D.]) in act. sense pay strict attention περὶ τῆς σωτηρίας B 2:10.—DELG s.v. ἀκριβής.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.